- νεωτέρης
- νέοςyoungfem gen comp sg (epic ionic)νέοςyoungfem gen comp sg (attic epic ionic)νεώτεροςyoungerfem gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεωτέρηις — νεωτέρῃς , νέος young fem dat comp pl (epic ionic) νεωτέρῃς , νέος young fem dat comp pl (attic epic) νεωτέρῃς , νεώτερος younger fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Sicherheitsbataillon — Angehöriger der Sicherheitsbataillone neben Gehenktem, 1943 Die Sicherheitsbataillone (griechisch Τάγματα Ασφαλείας, Tagmata Asfalias, abgekürzt Τ.Α. oder TA) waren von Ministerpräsident Ioa … Deutsch Wikipedia
Эллада (фрегат) — Эллада Служба … Википедия
Гривас, Теодорос — Теодорос Гривас В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Гривас. Теодорос Гривас (греч … Википедия
Ройлос, Георгиос — Георгиос Ройлос греч. Γεώργιος Ροϊλός … Википедия
-αλγία — Γλωσσ. β συνθετικό ουσιαστικών τόσο τής αρχαίας όσο και τής νεώτερης Ελληνικής ετυμολογικά το τέρμα αλγία συνδέεται με το ουσιαστικό άλγος, «πόνος», και δηλώνει κυρίως «πόνο, νοσηρή κατάσταση». Πρβλ. τα σύνθετα: γλωσσαλγία, γομφαλγία, καρδιαλγία … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek